Αναπλ. Καθ. Λ. Αθανασίου
Λέκτορας Κ. Μπέτζιου-Κάμτσιου
Λέκτορας Χ. Χρυσάνθης
Λέκτορας Ν.Βερβεσός
Αθήνα, 24.8.2012
Καλούνται οι φοιτητές και φοιτήτριες που επιθυμούν να εξεταστούν στο μάθημα του Δικαίου των Αξιογράφων, σε προφορική εξέταση (Ιπποκράτους 33, 6ος όροφος), ως ακολούθως:
Αν. Καθηγήτρια Λ. Αθανασίου
18.9.2012 (15:00) Α
25.9.2012 (15:00) Β, Γ
2.10.2012 (15:00) Δ, Ε
Λέκτορας Ν. Βερβεσός
12/9/2012 (15:00) Ζ, Η, Θ
19/9/2012 (15:00) Ι, Κα-Κι
26/9/2012 (15:00) Κλ-Κω
Λέκτορας Χ. Χρυσάνθης
4/9/2012 (16:00) Λ, Μ
25/9/2012 (16:00) Ν, Ξ
1/10/2012 (16:00) Ο, Π
Λέκτορας Κ. Κάμτσιου-Μπέτζιου
5/9/2012 (11:00) Ρ, Σ
6/9/2012 (11:00) Τ, Υ
10/9/2012 (11:00) Φ-Ω
ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ
Απαντήσεις στα Θέματα των Αξιογράφων – 5 Ιουλίου 2012
ΣΕΙΡΑ ΠΡΩΤΗ (8.00-10.30)
Οι απαντήσεις δίδονται συνοπτικά με σκοπό τη διευκόλυνση της κατανόησης των λύσεων από τους εξεταζόμενους. Για τη βαθμολογία λαμβάνονται υπόψη η ανάλυση και σαφήνεια του συλλογισμού καθώς και η συνολική εικόνα του γραπτού.
Πρακτικό 1ο
Ο έμπορος Ε έχει προβεί σε παραγγελία υλικών για το κατάστημά του, αξίας 35.000 ευρώ και εκδίδει υπέρ του πωλητή Λ, την 1.10.2011, ισόποσο γραμμάτιο σε διαταγή. Παραλείπει όμως να αναγράψει τη λήξη. Στο εμπρόσθιο μέρος του γραμματίου υπογράφει χωρίς άλλη μνεία και ο πατέρας του Ε, Α. Ο Λ οπισθογραφεί το γραμμάτιο στον Μ, εκμισθωτή των γραφείων όπου στεγάζεται η εταιρεία του Λ με τη ρήτρα «ουχί σε διαταγή». Ο Μ θέτει λευκή οπισθογράφηση και παραδίδει τον τίτλο στον Ν και ο Ν με τη σειρά του τον παραδίδει στον Ξ. Ο Ξ εμφανίζει το γραμμάτιο προς πληρωμή στον Ε, την 30.5.2012 αλλά ο Ε αρνείται, επικαλούμενος α) ακυρότητα του αξιογράφου, λόγω έλλειψης τυπικών στοιχείων, β) εκπρόθεσμη εμφάνιση λόγω παρέλευσης της εξάμηνης παραγραφής που προβλέπεται για τον εκδότη. Ο Ξ εμφανίζει την ίδια ημέρα το γραμμάτιο προς πληρωμή στον Α, ο οποίος αρνείται επίσης επικαλούμενος ότι: α) η υπογραφή του θεωρείται μη γεγραμμένη διότι δεν νοείται αποδοχή γραμματίου, β) τα υλικά είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους ακατάλληλα και γ) σε κάθε περίπτωση, ο Ξ δεν νομιμοποιείται ως κομιστής. Κατόπιν τούτου, ο Ξ συντάσσει διαμαρτυρικό και στη συνέχεια οπισθογραφεί το γραμμάτιο στον Κ. Ο Κ, στη συνέχεια, ασκεί τις αξιώσεις από το αξιόγραφο κατά των Ε, Λ, Μ, Ν, Ξ, και επικουρικώς αξιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό κατά των αυτών προσώπων. Αξιολογείστε τους ισχυρισμούς των Ε και Α και τη βασιμότητα των αξιώσεων του Κ κατά των Ε, Λ, Μ, Ν, Ξ.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Στο γραμμάτιο σε διαταγή εφαρμόζονται, εφόσον δεν είναι ασυμβίβαστες με τη φύση του τίτλου, οι διατάξεις περί συναλλαγματικής (άρθ. 77). Επί τη βάσει της επισήμανσης αυτής, αξιολογούνται καταρχήν οι ισχυρισμοί των Ε και Α.
Ισχυρισμοί Ε:
α) ακυρότητα αξιογράφου λόγω έλλειψης τυπικών στοιχείων: Αβάσιμος διότι η έλλειψη χρόνου λήξης αναπληρώνεται ερμηνευτικά. Σύμφωνα με το άρθ. 76 (2), το γραμμάτιο σε διαταγή (ΓΕΔ) του οποίου δεν σημειούται η λήξη θεωρείται πληρωτέο εν όψει.
β) εκπρόθεσμη εμφάνιση: Ισχυρισμός επίσης αβάσιμος διότι το ΓΕΔ που εκδίδεται εν όψει είναι εμφανιστέο προς πληρωμή εντός προθεσμίας ενός έτους από την χρονολογία έκδοσης (άρθ. 34 (2)). Το παρόν ΓΕΔ εμφάνιστηκε μέσα στο έτος και συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα εκπρόθεσμης εμφάνισης. Εκ του περισσού αναφέρεται ότι ως προς τον εκδότη ΓΕΔ εφαρμόζεται η προθεσμία παραγραφής που ισχύει για τον αποδέκτη συν/κής (3 έτη).
Ισχυρισμοί Α:
α) Μη γεγραμμένη υπογραφή: Ισχυρισμός επίσης αβάσιμος. Η υπογραφή του Α στο εμπρόσθιο μέρος του ΓΕΔ υπέχει θέση τριτεγγύησης. Σε περίπτωση μάλιστα που δεν σημειώνεται υπέρ ποίου δίδεται, θεωρείται ότι έχει δοθεί υπέρ του εκδότη του ΓΕΔ (άρθ. 77(3)).
β) Ακαταλληλότητα υλικών: πρόκειται για προσωπική ένσταση που απορρέει από τη σύμβαση πώλησης μεταξύ Ε και Λ, η οποία δεν μπορεί να προβληθεί από τον τριτεγγυητή (αυτοτέλεια τριτεγγύησης).
γ) Έλλειψη νομιμοποίησης του κομιστή: Αβάσιμος ισχυρισμός. Ο κάτοχος ΓΕΔ που στηρίζει το δικαίωμά του σε αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων θεωρείται νόμιμος κομιστής ακόμη και αν η τελευταία οπισθογράφηση είναι λευκή (άρθ. 77 και 16(1)).
Ο Ξ συντάσσει διαμαρτυρικό και οπισθογραφεί το ΓΕΔ στον Κ. Πρόκειται για όψιμη οπισθογράφηση που επιφέρει τις συνέπειες της κοινής εκχώρησης (άρθ. 77 και 20(1)).
Δεδομένου ότι ο Ξ έχει τηρήσει τις διατυπώσεις επιμέλειας, σημειώνονται τα ακόλουθα ως προς τις αξιώσεις του Κ από το αξιόγραφο:
Κατά του Ε: μπορεί να στραφεί εντός τριετίας από την έκδοση του ΓΕΔ. Η τήρηση των διατυπώσεων επιμέλειας δεν έχει σημασία εδώ διότι ο Ε ευθύνεται ως κύριος οφειλέτης.
Κατά του Λ: δεν μπορεί να στραφεί αναγωγικώς διότι ο Λ έχει θέση τη ρήτρα «ουχί σε διαταγή», που σημαίνει ότι ευθύνεται έναντι του υπέρ ου η οπισθογράφηση, όχι όμως απέναντι στους λοιπούς υπογραφείς.
Κατά του Μ: μπορεί να στραφεί αναγωγικώς διότι έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις επιμέλειας.
Κατά του Ν: δεν μπορεί να στραφεί διότι ο Ν δεν εμφανίζεται στη σειρά των Οπισθογράφων. Ο ίδιος μεταβίβασε με συμφωνία και παράδοση.
Κατά του Ξ: δεν μπορεί να στραφεί αναγωγικώς, αλλά μόνο με βάση τη σχέση της εκχώρησης.
Τέλος, αξιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό μπορούν μόνο να ασκηθούν εφόσον ο κομιστής έχει χάσει όλες τις αξιογραφικές του αξιώσεις, λόγω έκπτωσης ή παραγραφής. Τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει εδώ. Συνεπώς ο Κ δεν δύναται να ασκήσει τις αξιώσεις που απορρέουν από το άρθ. 80.
Πρακτικό 2ο
Για την εξόφληση μεταφορικών υπηρεσιών, ο Ε εκδίδει την 1.2.2012 επιταγή ποσού 60.000 ευρώ, με τόκο 5%, υπέρ του Λ και με πληρώτρια την Αγροτική Τράπεζα (ΑΤΕ). Ο Ε κάνει ρητή μνεία στην επιταγή ότι το ποσό αυτής θα πληρωθεί από τραπεζικό λογαριασμό του που τηρεί στην ΑΤΕ. Ο Λ οπισθογραφεί στον Μ, αυτός με τη σειρά του λόγω ενεχύρου στον Ν και ο Ν στον Κ. Ο Κ εμφανίζει την επιταγή για πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα η οποία αρνείται να βεβαιώσει πάνω στο σώμα της επιταγής την άρνηση πληρωμής, ισχυριζόμενη ότι : α) η επιταγή είναι άκυρη διότι δεν έχει εκδοθεί σε έντυπο της Τράπεζας, και επίσης διότι περιέχει ρήτρα τόκου και αναφορά στον τρόπο πληρωμής, β) ότι δεν χωρεί οπισθογράφηση μετά την ενεχύραση επιταγής, και γ) ότι, σε κάθε περίπτωση, η επιταγή καλύπτει και οφειλή από παράνομο στοίχημα μεταξύ Ε και Λ. Ο Κ συντάσσει διαμαρτυρικό, εντός της προθεσμίας εμφάνισης, αλλά διστάζει να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες. Την 2.7.2012 στρέφεται κατά της ΑΤΕ με αγωγή αδικοπραξίας, λόγω μη βεβαίωσης της άρνησης πληρωμής, και κατά των προηγούμενων υπογραφέων με βάση το αξιόγραφο. Ο Ε προβάλλει την ένσταση του παράνομου στοιχήματος, ο Λ την απώλεια, άλλως παραγραφή, των αναγωγικών αξιώσεων και ο Μ ένσταση περί μη καταβολής του δανείου για το οποίο δόθηκε η εξασφάλιση στον Ν. Ο Ν ισχυρίζεται τέλος ότι δεν ευθύνεται έναντι του Κ. Αξιολογείστε τους παραπάνω ισχυρισμούς και εξετάστε κατά ποίων μπορεί να στραφεί ο Κ.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Ως προς τους ισχυρισμούς της ΑΤΕ:
α) Ακυρότητα λόγω ρητρών: Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Καταρχήν, η επιταγή είναι έγκυρη ως αξιόγραφο εφόσον συγκεντρώνει τα προβλεπόμενα εκ του νόμου τυπικά στοιχεία. Η χρήση συγκεκριμένου εντύπου δεν συνιστά τυπική προϋπόθεση (αλλ’ενδεχομένως υποχρέωση του εκδότη έναντι της Τράπεζας με βάση τη σύμβαση επιταγής). Περαιτέρω, η ρήτρα τόκου θεωρείται ως μη γεγραμμένη και συνεπώς δεν επηρεάζει το κύρος του αξιογράφου (άρθ. 7 ν. 5960/33) · τέλος, η ρήτρα περί χρέωσης του λογαριασμού απλώς διευκρινίζει πώς θα γίνει η πληρωμή του αναγραφόμενου ποσού και ουδόλως επηρεάζει το κύρος του αξιογράφου.
β) Ακυρότητα οπισθογράφησης μετά την ενεχύραση επιταγής: Ομοίως αβάσιμος ισχυρισμός. Κατά την ορθότερη και κρατούσα άποψη, η ενεχύραση επιταγής μπορεί να γίνει με οπισθογράφηση και παράδοση του αξιογράφου από τον έως τότε κομιστή στο δανειστή, με αναλογική εφαρμογή του άρθ. 19 ν. 5325/32 σε συνδ. με ΑΚ 1251, παρά το γεγονός ότι ο νόμος περί επιταγής δεν περιέχει ρύθμιση για το ζήτημα αυτό. Κατ’αναλογική εφαρμογή του άρθ. 19, η οπισθογράφηση που έπεται της ενεχυρικής είναι εκ του νόμου πληρεξουσιοδοτική.
γ) Ένσταση περί οφειλής από στοίχημα: πρόκειται περί προσωπικής ένστασης (άλλως ένστασης εγκυρότητας) που προτείνεται μόνο από το πρόσωπο που τον αφορά κατά του πρώτου αποκτώντος ή του επόμενου κακόπιστου αποκτώντος. Συνεπώς δεν μπορεί να προβληθεί από την Τράπεζα στον Κ. Σε κάθε περίπτωση η Τράπεζα έχει ευχέρεια και όχι υποχρέωση να καταβάλει στον Κ το ποσό της επιταγής.
Αγωγή αδικοπραξίας κατά της Τράπεζας:
Δεν θεμελιώνεται ούτε η προϋπόθεση του παρανόμου, ούτε η προϋπόθεση της ζημίας. Με εξαίρεση την περίπτωση της ακάλυπτης επιταγής, η ΑΤΕ μπορεί αλλά δεν υποχρεούται να βεβαιώσει επί της επιταγής την άρνηση πληρωμής (βλ. και άρθ. 40). Όπως άλλωστε προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά, η συμπεριφορά της ΑΤΕ δεν εμπόδισε τη σύνταξη διαμαρτυρικού, ώστε να θεωρηθεί αντίθετη στην καλή πίστη. Από τη στιγμή που ο κομιστής δεν εξέπεσε των αναγωγικών του αξιώσεων, δεν τίθεται ζήτημα ζημίας του από την ενέργεια της Τράπεζας.
Αξιώσεις κατά των προηγούμενων υπογραφέων:
Ο Ε προβάλλει την ένσταση παρανόμου στοιχήματος: είναι ένσταση προσωπική (άλλως εγκυρότητας) που δεν προβάλλεται κατά του δεύτερου αποκτώντος, εκτός αν αυτός είναι ενήργησε εν γνώσει και προς βλάβη του Ε. Η κακοπιστία θα κριθεί στο πρόσωπο του Ν. Δεν προκύπτει και άρα η ένσταση δεν μπορεί να προβληθεί.
Ο Λ επικαλείται απώλεια, άλλως παραγραφή, αξιώσεων: ένσταση εκ του τίτλου που προβάλλεται κατά παντός. Εδώ όμως προβάλλεται αβάσιμα, διότι τηρήθηκαν οι διατυπώσεις επιμέλειας (η άρνηση πληρωμής βεβαιώθηκε εμπροθέσμως με διαμαρτυρικό), οι δε αξιώσεις ασκήθηκαν εντός της εξάμηνης προθεσμίας παραγραφής (άρθ. 52).
Ο Μ προβάλλει ένσταση περί μη καταβολής δανείου: Προσωπική ένσταση που νομίμως προβάλλεται κατά του Κ, δεδομένου ότι αφορά τις σχέσεις Μ και Ν και η τελευταία οπισθογράφηση είναι πληρεξουσιοδοτική.
Ο Ν ισχυρίζεται ότι δεν ευθύνεται έναντι του Κ: Βάσιμος ο ισχυρισμός, λαμβανομένου υπόψη ότι η πληρεξουσιοδοτική οπισθογράφηση από τον Ν στον Κ επιφέρει μόνο νομιμοποιητικά αποτελέσματα, και όχι εγγυητικά ή μεταβιβαστικά.
ΣΕΙΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ (10.30-13.00)
Πρακτικό 1ο
Ο Α είναι συν-διαχειριστής της ομόρρυθμης εταιρίας Β. Ο Α, προκειμένου να διευκολύνει τον Ε και χωρίς να έχει συναλλαγές μαζί του ούτε ο ίδιος, ούτε η εταιρία Β, αποδέχεται υπό την εταιρική επωνυμία συναλλαγματική ποσού 50.000 € που έχει εκδώσει ο Ε με τη ρήτρα «άνευ ευθύνης» και έχει ημερομηνία λήξης την Τρίτη, 1/5/12.
Ο Ε παραδίδει τη συναλλαγματική στον Γ χάριν εξοφλήσεως του τιμήματος εμπορευμάτων που αγόρασε με πίστωση. Τη συναλλαγματική τριτεγγυάται ο Τ υπέρ της Β. Στη συνέχεια ο Γ οπισθογραφεί στον Δ. Ο Ζ πλαστογραφεί την υπογραφή του Δ αλλοιώνει έντεχνα το ποσό σε 80.000 € και οπισθογραφεί παραπέρα στον Η.
Την 7/5/12 ο Η ζητά την είσπραξη της συναλλαγματικής για ποσό 80.000 € πρώτα από την εταιρία Β και μετά από τον Τ. Αυτοί αντιτείνουν τα ακόλουθα:
(α) Η Β οε ότι δεν ευθύνεται η ίδια αλλά μόνο ο Α ατομικά, γιατί σύμφωνα με το καταστατικό για κάθε συναλλαγή χρειάζονταν οι υπογραφές και των δύο συν-διαχειριστών.
(β) Ότι σε κάθε περίπτωση η αποδοχή είναι εικονική, αφού δεν υπάρχει κάποιο χρέος που να λειτουργεί ως αιτία για την αποχή της συναλλαγματικής εκδόσεως του Ε.
(γ) Ότι δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις επιμέλειας, οπότε ο Η εξέπεσε των δικαιωμάτων του.
(δ) Ότι λόγω της πλαστογραφίας ο Η δεν νομιμοποιείται τυπικά και ουσιαστικά ως κομιστής.
(ε) Ότι σε κάθε περίπτωση ευθύνεται για 50.000 € και όχι για 80.000 €.
Τους ίδιους ισχυρισμούς αντιτείνει και ο τριτεγγυητής Τ. Ερωτάται:
Είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί της Β; Απαντήστε ξεχωριστά για κάθε ισχυρισμό.
Οι ίδιοι ισχυρισμοί είναι βάσιμοι ως ισχυρισμοί του Τ; Απαντήστε ξεχωριστά για κάθε ισχυρισμό.
Μπορεί ο Η να στραφεί κατά των Ε, Γ, Δ, ή Ζ;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Για τους ισχυρισμούς της Β ο.ε.:
(α) Είναι βάσιμος ο ισχυρισμός ότι δεν ευθύνεται η Β οε αλλά ο ίδιος ο Α ατομικά. Ο Α υπερέβη την εξουσία εκπροσώπησης. Ένεκα της υπέρβασης αυτής η Β οε δεν δεσμεύεται. Η υπέρβαση έχει ως αποτέλεσμα να εφαρμόζεται το αρ. 8 ν. 5325/32. Στη διάταξη αυτή θεμελιώνεται η ευθύνη του Α.
(β) Πρόκειται για την ένσταση της αποδοχής (συναλλαγματικής) ευκολίας. Η ένσταση αυτή προβάλλεται μόνο στις προσωπικές σχέσεις Α και Ε. Αντίθετα δεν προβάλλεται στους καλόπιστους τρίτους, κομιστές της συν/κης από οπισθογράφηση (αρ. 17 ν. 5325/32). Επίσης, επειδή η συν/κη είναι αξιόγραφο αναιτιώδες, δεν ασκεί επιρροή η έλλειψη αιτίας.
(γ) Πράγματι δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις επιμέλειας και η εμφάνιση για πληρωμή έγινε εκπρόθεσμα, δηλ. πέραν των 2 εργασίμων ημερών από τη λήξη (αρ. 38 παρ. 1 και αρ. 44 παρ. 2 ν. 5325/32). Όμως η τήρηση των διατυπώσεων επιμέλειας είναι προϋπόθεση για την αναγωγική ευθύνη (αρ. 43 παρ. 1). Εδώ η Β οε είναι κύριος οφειλέτης ως αποδέκτης. Κατά του αποδέκτη δεν απαιτείται η τήρηση διατυπώσεων επιμέλειας, αρκεί να μην έχει παρέλθει η προθεσμία παραγραφής (αρ. 70 ν. 5325/32). Άρα ο εν λόγω ισχυρισμός είναι αβάσιμος.
(δ) Η πλαστογράφηση της οπισθογράφησης δεν διακόπτει την αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων. Η νομιμοποίηση αρκεί να είναι τυπική (δηλ. η εξωτερική κανονικότητα της συνέχειας των υπογραφών). Δεν εξετάζεται η ουσιαστική νομιμοποίηση (αρ. 40 παρ. 3 ν. 5325/32).
(ε) Επί αλλοιώσεως του κειμένου ισχύει το αρ. 69. Σύμφωνα με αυτό όσοι υπέγραψαν πριν την αλλοίωση ευθύνονται κατά τα αρχικό κείμενο, δηλ. αυτό που είδαν όταν υπέγραψαν. Όσοι υπέγραψαν μετά την αλλοίωση ευθύνονται κατά το αλλοιωμένο κείμενο.
Ως προς τους ισχυρισμούς του Τριτεγγυητή Τ.
Ο Τ ως τριτεγγυητής ευθύνεται όπως η Β οε υπέρ της οποίας τριτεγγυήθηκε (αρ. 32 παρ. 1 ν. 5325/32). Άρα δεν απαιτούνται διατυπώσεις επιμέλειας ούτε ως προς τον τριτεγγυητή. Επιπλέον στη τριτεγγύηση ισχύει η αρχή της αυτοτέλειας των υπογραφών (αρ. 7 ν. 5325/32). Επομένως, για τους ισχυρισμούς (β) ως και (ε) ισχύουν τα ίδια ως άνω. Όμως σε σχέση με τον ισχυρισμό (α) αυτός είναι αβάσιμος όταν προβάλλεται από τον Τα, όχι μόνο λόγω της αυτοτέλειας των υπογραφών, αλλά και ένεκα του αρ. 32 παρ. 2 ν. 5325/32. Το ελάττωμα που επικαλείται ο Τ σε σχέση με την υπογραφή εκ μέρους της Β οε δεν είναι ελάττωμα τύπου και δεν προβάλλεται βάσιμα.
Ως προς την ευθύνη των Ε, Γ, Δ, και Ζ:
Λόγω μη τήρησης των διατυπώσεων επιμέλειας (αρ. 38 παρ. 1 και 44 παρ. 2 ν. 5325/32) έχουν απωλεσθεί τα αναγωγικά δικαιώματα (αρ. 43). Άρα οι Ε, Γ, Δ και Ζ δεν ευθύνονται.
Αν δεν είχαν χαθεί τα αναγωγικά δικαιώματα:
Ο Ε δεν μπορεί να επικαλεστεί τη ρήτρα «άνευ ευθύνης» που θεωρείται μη γεγραμμένη, όταν τίθεται από τον εκδότη σε σχέση με την πληρωμή της συν/κης (αρ. 9 ιδίως την παρ. 3).
Ο Δ (θύμα της πλαστογραφίας) θα μπορούσε να αντιτάξει βάσιμα την ένσταση πλαστότητας, καθώς αυτή –κατά την κρατούσα άποψη- προβάλλεται ακόμα και κατά καλόπιστων τρίτων, καθώς ανάγεται στο κύρος της δήλωσης βούλησης και παρίσταται ανάγκη μείζονος προστασίας του οφειλέτη.
Κατ’ αρ. 69 όλοι θα ευθύνονταν για 50 χιλ. €, με εξαίρεση τον Ζ που ευθύνεται για 80 χιλ. €.
Ειδικά ο Ζ (πλαστογράφος) ευθύνεται πέρα από το αξιογραφικό δίκαιο κατά τις διατάξεις της αδικοπραξίας.
Πρακτικό 2ο
Ο Ε εκδίδει σήμερα επιταγή ποσού 50.000 Ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης την 31.12.2012 και την παραδίδει στο λήπτη Λ. Το ποσό αυτό είναι, κατά τη συμφωνία τους, το τίμημα εμπορευμάτων, τα οποία πρόκειται να παραδώσει στον αγοραστή Ε ο πωλητής τους Λ στο τέλος του έτους. Για το λόγο αυτό, συμφωνήθηκε να μην εμφανισθεί η επιταγή προς πληρωμή πριν την αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης.
Ο Λ οπισθογραφεί την επιταγή στον Μ και αυτός με πληρεξουσιοδοτική οπισθογράφηση στον Κ. Ο Κ εμφανίζει την επιταγή προς πληρωμή την 25.6.2012 και η πληρώτρια Τράπεζα την σφραγίζει λόγω ανάκλησής της από τον Ε. Η υπάλληλος της πληρώτριας Τράπεζας ενημερώνει επιπλέον τον Κ, κατά το χρόνο της εμφάνισης, περί της ύπαρξης της ανωτέρω συμφωνίας μεταξύ Ε και Λ. Ο Κ ενήργησε νόμιμα και αν ναι κατά ποίων μπορεί να στραφεί και με ποια νομική βάση; Ποιες ενστάσεις θα μπορούσαν να προβάλουν οι Ε, Λ και Μ ανάλογα με τη φύση της ασκούμενης κατ’αυτών αξίωσης;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Η επιταγή είναι μεταχρονολογημένη. Είναι πληρωτέα εν όψει και νόμιμα εμφανίζεται από τον Κ προς πληρωμή την 25.7.2012, πριν την αναγραφόμενη σε αυτήν ως ημερομηνία έκδοσης (άρθ.28 ν.5960/33).
Η σφράγιση της επιταγής λόγω ανάκλησής της ισοδυναμεί με σφράγισή της λόγω ελλείψεως αντικρύσματος και η επιταγή θεωρείται ακάλυπτη.
Ο Κ μπορεί να στραφεί αναγωγικά κατά του οπισθογράφου – λήπτη Λ και κατά του εκδότη Ε (άρθ.40). Κατά του Μ δεν μπορεί να στραφεί, γιατί του μεταβίβασε την επιταγή με πληρεξουσιοδοτική οπισθογράφηση, που δεν έχει εγγυητικό αποτέλεσμα. Μπορεί επίσης να στραφεί κατά του εκδότη με αγωγή από αδικοπραξία (914 ΑΚ), δεδομένου ότι ο εκδότης ενήργησε παράνομα εκδίδοντας ακάλυπτη επιταγή (άρθ. 79 ν.5960/33).
Ο εκδότης δεν μπορεί να του προβάλει την προσωπική αναβλητική ένσταση που έχει κατά του λήπτη Λ, ότι δηλαδή η επιταγή έπρεπε να εμφανισθεί προς πληρωμή την 31.12.2012. Η ένσταση αυτή προτείνεται σε τρίτο κομιστή μόνον αν ενήργησε εν γνώσει του προς βλάβη του οφειλέτη ( δηλαδή έτσι ώστε να μην μπορεί αυτός να προβάλλει την προσωπική του ένσταση) κατά την κτήση της επιταγής (άρθ.22). Στην προκειμένη περίπτωση όμως ο Κ ενημερώθηκε για τη συμφωνία μεταξύ Ε και Λ μετά την κτήση της επιταγής, όταν την εμφάνισε προς πληρωμή.
|